αναμφίρροπος

αναμφίρροπος
-η, -ο
ο μη αμφίρροπος, σταθερός, ασφαλής, σίγουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αμφίρροπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”